16 Οκτ 2007

ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ (Α)

Δαμάζοντας τα κύματα (Breaking the Waves), 1996
159 λεπτά, 2,35:1, Dolby Digital

Σκηνοθεσία: Lars von Trier
Σενάριο:Lars von Trier, Peter Asmussen
Μοντάζ: Anders Refn
Φωτογραφία: Robby Muller
Παίζουν: Emily Watson, Stellan Skarsgard, Katrin Cartlidge



Ο Lars von Trier, σκηνοθέτης τολμηρός, ανατρεπτικός, μ' αυτή την ταινία είναι ικανός να μας παρασύρει στα βάθη της καλοσύνης και στην επόμενη να μας πει το τελείως αντίθετο και πάλι να μας πείσει. Ο λογικός Trier αγωνιά. Προχωρά στη ζωή, αγωνιά κι αναρωτιέται. Παίζει με το απόλυτο, παίζει με τις σταθερές της κοινωνικής μας ζωής, φλερτάρει με τις μοναχικές πορείες και τις ανατροπές. Τι είναι το "Δαμάζοντας τα κύματα" αν όχι ένας ύμνος στην ανατροπή του "εν αρχή";
Όλα ανατρέπονται και όλα επαναπροσδιορίζονται από την αρχή. Μας έχει συνηθίσει πλέον, εμάς τους φαν του, σε παρόμοιους συνειρμικούς περιπάτους. Ξεκινά πάντα από μια ανατροπή ενός αξιώματος και μετά ακολουθεί έναν καθαρό, αυστηρό και άκρως απολαυστικό λογικό συνειρμό. Η ανατροπή γίνεται εξ αρχής. Σαν παράλογο ή άλογο δεδομένο. Σαν παιδικό παιχνίδι. Αν αυτή η ανατροπή γίνει αποδεκτή από τον θεατή, απολαμβάνει και συμμετέχει, αλλιώς ενοχλείται.

Χέρι -χέρι τέχνη και τεχνολογία
Είναι μια ταινία τολμηρότατη απ' όλες τις απόψεις. Κινηματογραφικά είναι άκρως εντυπωσιακή. Cinemascope, κάμερα στο χέρι, πλάνα φλου, μοντάζ που ανατρέπει ό,τι μάθαμε μέχρι σήμερα, ήχος ψηφιακός εξακάναλος που όμως τον χρησιμοποιεί μόνο για την καθαρότητά του, αφού δεν τον απλώνει παρά στα τρία μπροστινά κανάλια. (Η ταινία βέβαια στην Ελλάδα παίχτηκε σε Dolby SR που περιορίζει τα κανάλια σε τέσσερα, αλλά ο Trier δεν χρησιμοποιεί ούτως ή άλλως το surround). Η εικόνα, όπως και ο ήχος, ακολουθούν τους ήρωες, τους βρωμίζουν, τους αγγίζουν, τους απογυμνώνουν. Στην αρχή της ταινίας νομίζεις ότι η προβολή της αίθουσας έχει πρόβλημα. Τα πλάνα είναι φλου, η κόπια έχει ένα περίεργο καφετί χρώμα, ο ήχος είναι χαμηλός, αλλά παραδόξως ευδιάκριτος: όλα σοκάρουν, όλα ενοχλούν. Σιγά, σιγά καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι η ταινία και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον δεν το προσέχεις. O von Trier κερδίζει το στοίχημα. Χρησιμοποιεί την τεχνολογία όχι για την καθαρότητά της αλλά για τις δυνατότητές της. Και οι δυνατότητές της είναι αποκαλυπτικές όταν χρησιμοποιούνται από έναν σκηνοθέτη που τις γνωρίζει και θεωρεί ότι βρίσκονται εκεί για να τον υπηρετούν. Το έχουμε πει, η τεχνική καθορίζει την αισθητική της κινηματογραφικής τέχνης. Κάθε τεχνική φόρμα ορίζει μέσα στην εξέλιξή της καινούργιες αισθητικές τάσεις που αναλώνονται κι αυτές, με τον καιρό, κι έχουν ανάγκη, απαιτούν νέες τεχνικές και τεχνολογικές καινοτομίες για ν' ανανεωθούν. Οι τεχνικές εξελίξεις στον κινηματογράφο δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν πεδία συζήτησης σε έντονο ύφος για την περιβόητη φόρμα και το περιεχόμενο. Έννοιες που θεωρούμε ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους. Καμία θεωρητική προσέγγιση λογοτεχνικού τύπου (σημειολογική, αφηγηματολογική, νοηματική...) δεν είναι κατάλληλη να αναλύσει μια τέτοιου τύπου ταινία. Μια ταινία καθαρά κινηματογραφική, με όλη τη σημασία του ορισμού. Εξάλλου ο von Trier αναφέρεται συχνά στις συνεντεύξεις του στο απόλυτο σινεμά, για την εικόνα που δημιουργείται κατ'αρχήν και στη συνέχεια ζητά μια ιστορία για να ενσωματωθεί.

Τα επτά ταμπλό που δημιουργούν παύσεις στην αφήγηση και λειτουργούν σαν μεσότιτλοι, είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα ψηφιακά. Επεξεργασία άκρως χρονοβόρα και επίπονη ώστε να βρεθεί ο αρμονικός εσωτερικός ρυθμός των στατικών πλάνων το καθένα από τα οποία διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό και συνοδεύεται πάντα από ένα γνωστό τραγούδι της δεκαετίας του '70. Αυτά τα ταμπλό είναι και οι μόνες "όμορφες" εικόνες της ταινίας, που λειτουργούν λυτρωτικά, σαν βάλσαμο, πάνω στον, βομβαρδισμένο από ισχυρότατες δόσεις συναισθηματικής φόρτισης, θεατή. Την υπόλοιπη ταινία την τραβά με Panavision(!), περνά το υλικό σε video, για να επέμβει χρωματικά, και το ξαναβγάζει σε φιλμ. Πειραματισμοί που έδωσαν αποτέλεσμα, λέρωσαν την εικόνα και αφήνουν τον θεατή να αποκωδικοποιήσει το σημαντικό.

Στη σκηνή του γάμου, όπου η ηρωίδα, η Bess, μιλά με την αγαπημένη φίλη της και γυναίκα του αδελφού της, την Dodo, η ποιοτική διαφορά των πλάνων είναι εντονότατη, λες και οι δύο γυναίκες δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο, δεν υπάρχει, αυτό που λέμε, ενότητα της σκηνής και που συνήθως είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για το μοντάζ της. Εδώ, η Dodo, πρόσφατα χήρα, φιλμάρεται μέσα στον κόκκο και σε σκληρά κοντράστα, λες και είναι τραβηγμένη με οικογενειακή κάμερα super 8mm, ενώ η Bess είναι απλώς φλου. Η μία είναι στεγνή, η άλλη είναι δυσδιάκριτη. Όταν η Bess μένει μόνη, γιατί ο αγαπημένος της, Jan, είναι στην πλατφόρμα στα ανοιχτά, φιλμάρεται επίσης με κόκκο και κοντράστα. Η έλλειψη αγάπης στεγνώνει. Κι όλα αυτά με φιλμ Super35mm και έναν οπερατέρ με πείρα και γνώση. Δε νομίζω να μπορεί κανείς να τα θεωρήσει τυχαία. Ο Robby Muller, γνωστός μας ως διευθυντής φωτογραφίας του Jim Jarmusch και του Wim Wenders θεώρησε - και ήταν - μεγάλη πρόκληση να τραβήξουν όλη την ταινία με κάμερα στο χέρι. Αυτό απαιτούσε να φωτιστεί ο χώρος της κάθε σκηνής για όλα τα πλάνα, δηλαδή, να καλύψουν φωτιστικά το χώρο σε ακτίνα 3600, ώστε να μπορούν να κινηθούν, ηθοποιοί και τεχνικοί, χωρίς ενδιάμεσες παύσεις για τεχνικούς φωτιστικούς λόγους και μόνο. Μ' αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δίνεται η αίσθηση του ντοκιμαντέρ και επιτρέπεται το πλησίασμα στα πρόσωπα, αλλά οι ηθοποιοί αποκτούν ιδιαίτερη ελευθερία κινήσεων και έκφρασης, όπως και μια τελείως άμεση και προσωπική σχέση με τον οπερατέρ που πρέπει να τους ακολουθεί και να τους νιώθει. Κανένα πλάνο δεν έγινε ακριβώς το ίδιο δύο φορές. Δεν μπορούσε να γίνει, αφού οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν και πήγαιναν τη σκηνή όπου αυτή τους οδηγούσε συναισθηματικά. Μόνο με τέτοια ελευθερία μπορούσε να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα αυτής της ελευθερίας στο γύρισμα, είναι η κατάργηση όλων των κανόνων του ακαδημαϊκού, κλασικού μοντάζ. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν το υπογράφει μοντέρ, αλλά σκηνοθέτης που κάνει, έτσι, το μονταζιακό του ντεμπούτο. Ένα μοντάζ που αναιρεί όλα όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα για τα ρακόρ και εστιάζει το ενδιαφέρον του μόνο στην ουσία των πλάνων. Κρατά το σημαντικό, αδιαφορώντας πλήρως για τους κανόνες. Κάνει δηλαδή ό,τι κάνει και η Bess.

Κύματα και θαύματα
Τι κάνει η Bess; Τι είναι εν τέλει το Δαμάζοντας τα κύματα; Μια ταινία για τα θαύματα; Μια ταινία για τη δύναμη της πίστης; Μια ταινία για τον έρωτα; Μια ταινία για το απόλυτο; Μια ταινία για το σχετικό; Η Bess Mc Neill είναι κάτοικος μιας μικρής, κλειστής θρησκευόμενης κοινωνίας, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η Bess θεωρείται, από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της, ιδιαίτερη περίπτωση. Υπερευαίσθητη, συγκλονίζεται από το θάνατο του αδελφού της και την κλείνουν, για κάποιο διάστημα, σε ψυχιατρείο. Το θάρρος να εκφράζει τη γνώμη της, αντιμετωπίζεται από την κοινωνία της ελαστικά και δεν της επιβάλλονται οι αυστηροί όροι που επιβάλλονται στους υπόλοιπους φοβισμένους κατοίκους. Μοναδική και μόνη, αφημένη στις δικές της ανάγκες και απαιτήσεις, ερωτεύεται τον Jan - ξένο, εργάτη στην πλατφόρμα πετρελαίου, ανοιχτά στη θάλασσα - και πείθει την καχύποπτη κοινότητα - πάντα ως ιδιαίτερη περίπτωση - να της επιτρέψει να τον παντρευτεί. Παρά τις αμφιβολίες και τις φοβίες ακόμη και των αγαπημένων της προσώπων, η Bess ευτυχεί. Ο Jan, φαίνεται, να είναι ο μόνος που έχει αντιληφθεί την τεράστια δύναμη και τη βουλιμία για ζωή της Bess. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο Jan παθαίνει ένα ατύχημα και μένει παράλυτος. Δεν μπορεί πλέον να εργασθεί ούτε να φύγει μακριά από την Bess. Η Bess βασανίζεται από την ενοχή ότι η δική της επιθυμία, να τον έχει κοντά της και δικό της, προκάλεσε το ατύχημα. Ενοχή που πηγάζει από την πίστη ότι έχουμε την ικανότητα και τη δύναμη να επεμβαίνουμε στις τύχες της ζωής των άλλων. Το ίδιο πιστεύει κι ο Jan για τον εαυτό του και προσπαθεί, με τον τρόπο του, να καθορίσει τη ζωή της Bess. Την παροτρύνει να πάει με άλλους άνδρες, μιας κι αυτός είναι πλέον ανίκανος να της προσφέρει τη σεξουαλική πληρότητα που την έκανε ν' ανθίζει. Η Bess αντιδρά βίαια και δεν το δέχεται παρά μόνο όταν αυτό ορίζεται ως προσωπική επιθυμία, ικανοποίηση και μοναδικός σκοπός ύπαρξης του αγαπημένου της και όχι ως θυσία του για χάρη της. Η πίστη της Bess ότι μπορεί να επέμβει και να ανατρέψει την τύχη της ζωής του Jan ξαναβρίσκει έδαφος. Θυσιάζεται για να σώσει τον Jan. Και, ενώ πεθαίνει με την αμφιβολία αν όλη αυτή η μεταφυσική μάχη άξιζε πράγματι τον κόπο, το θαύμα γίνεται και ο Jan σώνεται. Θρησκευτικό παραλήρημα; Υπερβολικό μελόδραμα; Διαφωνώ.

Ο νους που κινεί τους όγκους
Πολλά γράφτηκαν, πολλά ακούστηκαν όπως, εξάλλου είχε συμβεί και με τις προηγούμενες ταινίες του von Trier. Στο Element of Crime είχαν πει ότι ένα νεαρό αγόρι μας μιλά για την ψυχανάλυση. Στο Europa, ότι είναι κρυπτο-ναζί, τώρα, στο" Δαμάζοντας τα κύματα" ότι είναι θρησκευόμενος. Νομίζω, καλύτερα νιώθω, ότι ο von Trier είναι πέρα και πάνω απ' όλα αυτά. Eγκεφαλικός, λογικός, απόλυτος, πειραματίζεται συνέχεια και ψάχνει. Ο,τι αναγνωρίζει στη ζωή, ό,τι καταλαβαίνει γι' αυτήν, το καταθέτει. Στα 28 του, θεωρεί ότι τα διπλά παιχνίδια ταύτισης και απώθησης είναι το σημαντικό. Στα 35 του, αναζητά τη δικαιολογία των άλλων. Τότε, θεωρούσε τον εαυτό του Εβραίο ( διότι ο πατέρας του ήταν Εβραίος) και παίζει, μάλιστα, το ρόλο του Εβραίου στην ταινία. Το '96, στα 40 του, έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και είναι ξανά ερωτευμένος, ενώ παραμένει γεμάτος φοβίες και ψυχώσεις. Είναι δυνατός, σαν τους μεγάλους δημιουργούς. Είναι μόνος, μοναδικός και ανυπεράσπιστος σαν τους μεγάλους δημιουργούς. Νιώθει κανείς το εύρος του, νιώθει την αγωνία του, πέρα από το θέμα με το οποίο αποφασίζει να υπάρξει και να εκφραστεί. Δεν έχεισημασία αν το πρόσχημα είναι μια σειρά φόνων μικρών κοριτσιών, ή η Γερμανία μετά τον πόλεμο, ή η Bess στη Σκοτία. Σημασία έχει η εμμονή του στην ύπνωση, στις έμμονες ιδέες, στο απόλυτο, στην ανατροπή του, που εν τέλει, καταλήγει στο σχετικό. Ζούμε απόλυτα, μέσα στη σχετικότητα. Κι αν δε ζούμε, χάνουμε το δικαίωμα της επιλογής και του λάθους. O von Trier κάνει λάθη, τα υποστηρίζει, τα αναιρεί, τα ξεπερνά και συνεχίζει. Αγωνιά, υποφέρει και το δείχνει. Βαφτίστηκε καθολικός πριν από μερικά χρόνια. Έως το 1991, όπου πεθαίνει η μητέρα του, θεωρεί τον εαυτό του Εβραίο. Η μητέρα του, λίγο πριν πεθάνει, του αποκαλύπτει ότι ο άνδρας της δεν ήταν ο πραγματικός του πατέρας. Αθεος, ψυχαναλυόμενος για χρόνια, καταφεύγει στον Καθολικισμό και βαφτίζεται. Δεν είμαι η καταλληλότερη να τον κρίνω, αφού είμαι βαφτισμένη από τα γεννοφάσκια μου. Σημασία έχει ότι ως άθεος, βαφτισμένος ενήλικας και σκεπτόμενος, επιλέγει, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, τις αντοχές του και, κυρίως, μπορεί να κρίνει τις διαδικασίες και να μείνει στην ουσία.

Και η ουσία είναι ότι η Bess έχει δύναμη γιατί έχει το Θεό μέσα της. Όλοι οι άλλοι έχουν το φόβο του Θεού. Γράψανε πολλές κριτικές ότι η Bess είναι αφελής. Όμως δεν μπορώ να δω την Bess σαν αφελή. Πώς μπορεί να' ναι αφελής; Η Bess έχει τα καλύτερα πλάνα, η Bess κοιτάζει το φακό, κοιτάζει το θεατή, είναι τολμηρή, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα, ακούει μόνο τον εαυτό της και δρα κατά συνείδηση. Η Bess μπορεί και αγαπά πολύ, γιατί αγαπά στα μέτρα της. Ο γιατρός που την αγαπά, αγαπά επίσης στα μέτρα του, αλλά αγαπά λίγο, γιατί φοβάται. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός δεν μπορεί να τη σώσει από τον θάνατο, διότι νιώθει ότι υπάρχει κάτι ισχυρότερο από αυτόν, ενώ η Bess σώζει τον Jan, θεωρώντας ότι αυτή ορίζει το παιχνίδι της ζωής και κανείς άλλος. Η Bess δεν σκέφτεται, δεν κάνει παιχνίδια, ξέρει, είναι. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στη ζωή. Όλοι μας τους έχουμε συναντήσει. Αφοβοι, ατρόμητοι, ένθεοι. Όλοι οι άλλοι είμαστε, στην καλύτερη περίπτωση, γιατροί ή Dodo και στη χειρότερη, μητέρα της Bess και γέροντες. Μόνο η Bess ακολουθεί αυτό ακριβώς που θέλει να κάνει με πίστη, αφοσίωση και πείσμα. Οι συνέπειες, όσο οδυνηρές και να είναι, δεν είναι παρά συνέπειες, δεν είναι ο στόχος, ο σκοπός. Κι ούτε καν είναι έτσι. Δεν υπάρχει σκοπός, τα πράγματα είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Τα δικά της συναισθήματα είναι η ουσία του κόσμου, όχι η διάθεση του άλλου. Δεν τη νοιάζει αν ο Jan την εκμεταλλεύεται, όπως της λέει ο γιατρός της. Δεν την αφορά. Αυτή τον αγαπά. Ελεύθερη μέσα στο απόλυτο, δυνατή μέσα στην πίστη της, δεν πιέζει κανέναν ενώ την πιέζουν οι πάντες, μέσα στη σχετικότητα και το φόβο των συμπερασμάτων τους. Μόνο το συναίσθημα απελευθερώνει, η αγάπη και η επιθυμία δεν είναι πίεση, πίεση είναι μόνο η κριτική. Και όλοι την κρίνουν. Και όλοι κρίνουμε τους άλλους όταν φοβόμαστε και δεν είμαστε ικανοί ή διαθέσιμοι να τους αγαπήσουμε. Όλη την ώρα νιώθεις ότι ο von Trier είναι γυμνός σε απόλυτη έκθεση πάνω στο πανί. Θέλει μεγάλη δύναμη και αντοχή μια τέτοια πράξη. Μιλά για θέματα ταμπού σήμερα, όπως ο απόλυτος έρωτας, (ποιος τολμά σήμερα να διεκδικήσει τον απόλυτό του έρωτα, με συνέπεια και χωρίς πάθος, για έναν συνάνθρωπο;) η σχεδόν μεταφυσική δύναμή του, ή η μη εγκεφαλική προσέγγιση της ζωής, με τρόπο εντυπωσιακά σύγχρονο. Με γραφή που συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται ψυχρή, με τολμηρότατη χρήση των νέων τεχνολογιών ...κι όποιος αντέξει.

Καθολική ανατροπή
Πέρα από την ιεροσυλία σε τεχνολογικό επίπεδο που προκαλεί, η ταινία τολμά και ανοίγεται στο συναίσθημα μ' έναν τελείως ανορθόδοξο τρόπο. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει, αν δεν τρομάξει, με το δημιούργημα και τον δημιουργό της. Θεωρήθηκε από μερίδα του κόσμου, νοσηρή. Γιατί άραγε; Το θέμα, είναι πρόσχημα και η κινηματογράφισή του δεν επιτρέπει συναισθηματικές ταυτίσεις και προβολές. Επιβάλλει την αποστασιοποίηση και σε υποχρεώνει σε καθαρά εγκεφαλικές διεργασίες για να παραχθεί την απόλαυση. Είναι σκληρή ταινία. Σαφώς. Αλλά είναι η ματιά της σκληρή και όχι το θέμα της.

Τι μπορεί να τρομάξει σ' αυτήν την ταινία; Νομίζω ότι τρομάζει αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής που δεν έχει τίποτα το αφελές ή το εύκολο. Δεν είναι τόσο ο χαρακτήρας της Bess που μας φέρνει σε δύσκολη θέση, είναι μάλλον η σύλληψη του Lars von Trier. Είναι αυτό, το πέρα από το εγκεφαλικό, από τη γνώση, από την πληροφόρηση. Είναι το πνευματικό, ανεξάρτητα από τους κύκλους και τις πορείες που ακολουθεί ο καθένας μας για να το φτάσει. Η Bess ξέρει. Ο Lars ψάχνει. Θέτει ερωτήματα. Αλλά είναι κι αυτό επώδυνο. Σε σπρώχνει πέρα από τα όρια της γνώσης. Αυτό ακριβώς κάνει και με το φιλμ. Πάει πέρα από το φόβο για την τεχνολογία. Τη γνωρίζει και την ξεπερνά. Τίποτα δεν είναι απόλυτο. Συνεχής άνοδος. Συνεχής ανατροπή.

Ο von Trier έχει μια ισχυρή παραγωγή, επιτέλους, από πίσω του και μπορεί να κάνει αυτό που θέλει. Ίσως να τον θεωρήσουμε - ως την πιο εύκολη λύση - ειδική περίπτωση και να του χαριστούν τα πάντα. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος μάζεψε τον κόσμο στις αίθουσες. Ανεκδοτολογικά αναφέρω ότι, το Script Found, πρόγραμμα της ΕΟΚ για χρηματοδότηση σεναρίων, πέρασε στο κομπιούτερ τα στοιχεία του "Δαμάζοντας τα κύματα", και το συμπέρασμα που βγήκε, ήταν ότι έχει μεγάλο ποσοστό εμπορικότητας!

Ο δρόμος προς τα κύματα
Ο Lars von Trier σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1984 παρουσιάζει στις Κάννες το Element of Crime. Ταινία σφιχτή, πολύπλευρη, κατακίτρινη και σκοτεινή, με ψυχαναλυτικές αναφορές στα άδυτα της ψυχής. Τολμά και παρουσιάζει στις Κάννες ένα super8mm μεγενθυμένο σε 35mm και αποσπά το βραβείο τεχνικού επιτεύγματος (Grand Prix de la Commission Superieure Technique). Το 1987 γυρίζει το Epidemic που δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα και το 1988 την τηλεοπτική παραγωγή Medea, από ένα σενάριο του Dreyer. To 1991 παρουσιάζεται και πάλι στις Κάννες με το Europa ή Zentropa (αυτό το όνομα έδωσε και στην εταιρεία παραγωγής που τότε δημιούργησε) και αποσπά για δεύτερη φορά, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους, το βραβείο τεχνικού επιτεύγματος. Το Europa, ταινία σκοτεινή, καφκική, έχει άψογη, λαμπερή εικόνα και ήχο. Οι αισθητικές καινοτομίες της, βασισμένες στις ψηφιακές δυνατότητες της εποχής, εντυπωσίασαν με την τεχνική αρτιότητά τους. Η ψηφιακή ποιότητα του φορετού ήχου ξεπερνά σε φυσικότητα και τον καλύτερο σύγχρονο ήχο. Έγχρωμο και ασπρόμαυρο φιλμ, με συχνότατη χρήση της διπλοτυπίας, δημιουργούν υψηλές εγκεφαλικές απολαύσεις. Είναι αλήθεια, όμως, ότι δεν καταφέρνει ακόμη εκείνη την εποχή, ν' αγγίξει το συναίσθημα.

Πασίγνωστος παγκοσμίως γίνεται το 1994 με την τηλεοπτική σειρά The Kingdom που παίζεται κατ' αρχήν στη Δανία και αργότερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται ότι στην Κοπενχάγη, τις βραδιές που παιζόταν η σειρά, οι δρόμοι ερήμωναν. Στη Γαλλία, παίχτηκε και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ελπίζουμε, μετά τη φετινή επιτυχία του Breaking the Waves, να παιχτεί και από την ελληνική τηλεόραση. Πέρυσι στις Κάννες παρουσιάζει την πιο ώριμη ταινία του, το "Δαμάζοντας τα Κύματα" και αποσπά το δεύτερο μεγάλο βραβείο, το Special Prix du Jury, ενώ το τεχνικό του επίτευγμα είναι εξίσου σημαντικό με αυτό των προηγούμενων ταινιών του. Σ' αυτή την ταινία, χρησιμοποιεί την τεχνολογία τελείως αντίστροφα. Όχι για την καλύτερή της ποιότητα αλλά για τις δυνατότητές της. Δεν φοβάται να ανατρέψει τα κοινώς αποδεκτά τεχνικά άρτια αποτελέσματα και να εισάγει νέα αισθητικά πρότυπα βασισμένα σε ηθελημένες τεχνικές αλλοιώσεις της εικόνας.

Ηλέκτρα Βενάκη, Μάρτιος 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια: